- ἀνολβίᾳ
- ἀνολβί̱ᾱͅ , ἀνολβίαthe state of anfem dat sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανολβία — ἀνολβία, η (Α) [ανόλβιος] έλλειψη ευτυχίας ή ευημερίας, αθλιότητα, μιζέρια … Dictionary of Greek
ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… … Dictionary of Greek
ἀνολβίαν — ἀνολβί̱ᾱν , ἀνολβία the state of an fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνολβίην — ἀνολβί̱ην , ἀνολβία the state of an fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνολβίης — ἀνολβί̱ης , ἀνολβία the state of an fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνολβίῃ — ἀνολβί̱ῃ , ἀνολβία the state of an fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)